σελίδωμα

σελίδωμα
-ώματος, τὸ, Α
πλατιά σανίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελίς, -ίδος + -ωμα (πρβλ. πέπλος: πέπλωμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σελίδωμα — a broad plank neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελίδωμα — το, ατος 1. σελιδοποίηση. 2. αρίθμηση σελίδων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σελιδώματα — σελίδωμα a broad plank neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελίδωση — η σελίδωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”